Οξύνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изостри, ги изостри, заостри, остри, се изостри
![Οξύνω στα σλαβομακεδονικά Οξύνω στα σλαβομακεδονικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-mk-6159.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οξύνω
οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, οξύνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- οξύθυμος στα σλαβομακεδονικά - irascible
- οξύνοια στα σλαβομακεδονικά - astuteness
- οξύς στα σλαβομακεδονικά - киселината, акутна, акутен, акутни, акутно, акутната
- οξύτητα στα σλαβομακεδονικά - киселост, киселоста, на киселост, киселини, киселинност
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: изостри, ги изостри, заостри, остри, се изостри
Μεταφράσεις: изостри, ги изостри, заостри, остри, се изостри