Οξύνω στα ρουμανικά

Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agrava, ascuți, accentua, ascuti, intensifica, sharpen
Οξύνω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνω

οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, οξύνω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • οξύθυμος στα ρουμανικά - irascibil, irascibili, susceptibil, irascibilul, irascibilă
  • οξύνοια στα ρουμανικά - viclenie, iscusință, maliție
  • οξύς στα ρουμανικά - acut, acid, acută, acute, acuta, dificil
  • οξύτητα στα ρουμανικά - aciditate, aciditatea, acidității, de aciditate, aciditatii
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: agrava, ascuți, accentua, ascuti, intensifica, sharpen