Οξύνω στα σλοβακικά

Μετάφραση: οξύνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brúsiť
Οξύνω στα σλοβακικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύνω

οξύνω αντωνυμο, οξύνω λεξικο, οξύνω συνώνυμο, οξύνω λεξικό γλώσσας σλοβακικά, οξύνω στα σλοβακικά

Μεταφράσεις

  • οξύθυμος στα σλοβακικά - podráždený, prchký, výbušný, hnevlivý
  • οξύνοια στα σλοβακικά - prešibanosť, prefíkanosť, šikovný
  • οξύς στα σλοβακικά - prudký, kyselina, akútna, akútnej, akútne, akútnu, akútny
  • οξύτητα στα σλοβακικά - kyslosť, kyseliny, kyslosti, obsah kyselín, aciditu
Τυχαίες λέξεις
Οξύνω στα σλοβακικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβακικά
Μεταφράσεις: brúsiť