Οροπέδιο στα δανικά
Μετάφραση: οροπέδιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
plateau, plateauet, højslette, højsletten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οροπέδιο
οροπέδιο αγ. τριάδας καλοσκοπής φωκίδας, οροπέδιο νίδας, οροπέδιο λασιθίου, οροπέδιο της νίδας, οροπέδιο λασιθίου ξενώνες, οροπέδιο λεξικό γλώσσας δανικά, οροπέδιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- οροθετώ στα δανικά - afgrænse, afgrænsning, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning af
- ορολογία στα δανικά - terminologi, terminologien, terminologiske
- οροφή στα δανικά - tag, taget, roof
- ορτύκι στα δανικά - vagtel, vagtler, Vagtel, quail, vagtelæg
Τυχαίες λέξεις
Οροπέδιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: plateau, plateauet, højslette, højsletten
Μεταφράσεις: plateau, plateauet, højslette, højsletten