Πέλμα στα δανικά

Μετάφραση: πέλμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eneste, alene, ensom, tunge, isoleret, sål, udelukkende
Πέλμα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πέλμα

πέλμα ποδιού, πέλμα sbd 285-3 allteq, πέλμα πόνος, πέλμα ελαστικού, πέλμα σκούπας, πέλμα λεξικό γλώσσας δανικά, πέλμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πέλαγος στα δανικά - hav, Hav, Sea, havet, havets, stranden
  • πέλεκας στα δανικά - økse, helikopter, Pelekas, af Pelekas
  • πέμπτος στα δανικά - femte, femtedel, det femte
  • πένθιμος στα δανικά - sorg, Sorrig, sørgende, sørgedag, Sorgen
Τυχαίες λέξεις
Πέλμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eneste, alene, ensom, tunge, isoleret, sål, udelukkende