Πειστήριο στα δανικά

Μετάφραση: πειστήριο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevis, udstilling, exhibit, udstille, udviser, udstillingsområde
Πειστήριο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειστήριο

πειστήριο συνώνυμα, πειστήριο λεξικό γλώσσας δανικά, πειστήριο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πεισματικά στα δανικά - stædigt, hårdnakket, vedholdende, stædig
  • πεισμωμένος στα δανικά - peismomenos
  • πειστικός στα δανικά - overbevisende, overbevise
  • πελάτης στα δανικά - klient, kunde, kunden, kundens, kunder, kundernes
Τυχαίες λέξεις
Πειστήριο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bevis, udstilling, exhibit, udstille, udviser, udstillingsområde