Πειστήριο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πειστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drukproef, adstructie, teken, bewijs, tentoonstellen, inzending, bewijsstuk, tentoonstelling, vertonen
Πειστήριο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειστήριο

πειστήριο συνώνυμα, πειστήριο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πειστήριο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πεισματικά στα ολλανδικά - koppig, hardnekkig, halsstarrig
  • πεισμωμένος στα ολλανδικά - verbeten, halsstarrig, verstokt, peismomenos
  • πειστικός στα ολλανδικά - afdoend, overtuigend, overtuigende, overtuigen, overtuigender, overtuigt
  • πελάτης στα ολλανδικά - klant, cliënt, koper, afnemer, klanten, de klant, klantenservice
Τυχαίες λέξεις
Πειστήριο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: drukproef, adstructie, teken, bewijs, tentoonstellen, inzending, bewijsstuk, tentoonstelling, vertonen