Πειστήριο στα τσεχικά

Μετάφραση: πειστήριο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzdorující, důkaz, odolný, korektura, pevný, exponát, výstava, vykazují, exponátem, vystavovat
Πειστήριο στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειστήριο

πειστήριο συνώνυμα, πειστήριο λεξικό γλώσσας τσεχικά, πειστήριο στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • πεισματικά στα τσεχικά - tvrdohlavě, neústupně, tvrdošíjně, umíněně, zatvrzele
  • πεισμωμένος στα τσεχικά - úporný, zarputilý, umíněný, tvrdošíjný, tvrdohlavý, neústupný, urputný, ...
  • πειστικός στα τσεχικά - rozhodný, definitivní, nezvratný, konečný, přesvědčivý, přesvědčivé, přesvědčivá, ...
  • πελάτης στα τσεχικά - klient, zákazník, odběratel, zákazníka, zákazníků, zákaznické, zákazníkem
Τυχαίες λέξεις
Πειστήριο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: vzdorující, důkaz, odolný, korektura, pevný, exponát, výstava, vykazují, exponátem, vystavovat