Πειστήριο στα ισλανδικά

Μετάφραση: πειστήριο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sýningin, sýna, sýningarsvæði, sýning
Πειστήριο στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειστήριο

πειστήριο συνώνυμα, πειστήριο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πειστήριο στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πεισματικά στα ισλανδικά - stubbornly, þrjósku
  • πεισμωμένος στα ισλανδικά - peismomenos
  • πειστικός στα ισλανδικά - sannfærandi, sannfæra, að sannfæra, sannfærandi í
  • πελάτης στα ισλανδικά - viðskiptavinur, kúnni, viðskiptavina, viðskiptavini, við viðskiptavini, viðskiptavinurinn
Τυχαίες λέξεις
Πειστήριο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Sýningin, sýna, sýningarsvæði, sýning