Πειστήριο στα λιθουανικά

Μετάφραση: πειστήριο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įrodymas, eksponatas, paroda, metu Parodų, parodų, eksponatų
Πειστήριο στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειστήριο

πειστήριο συνώνυμα, πειστήριο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πειστήριο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πεισματικά στα λιθουανικά - atkakliai, stabiliai, užsispyrę, dedame, užsispyrusiai
  • πεισμωμένος στα λιθουανικά - peismomenos
  • πειστικός στα λιθουανικά - įtikinamas, įtikinantis, įtikinami, įtikinamai, įtikinamų
  • πελάτης στα λιθουανικά - pirkėjas, klientas, klientų, kliento, klientais, klientui
Τυχαίες λέξεις
Πειστήριο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įrodymas, eksponatas, paroda, metu Parodų, parodų, eksponatų