Πλήξη στα δανικά

Μετάφραση: πλήξη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kedsomhed, livslede, ennui, Kjedsomhed
Πλήξη στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλήξη

προκάρδια πλήξη, πλήξη συνώνυμα, πληξη συνώνυμο, πλήξη λεξικο, άγονη πλήξη, πλήξη λεξικό γλώσσας δανικά, πλήξη στα δανικά

Μεταφράσεις

  • πλέω στα δανικά - sejl, sejlet, sejle, sejler, sail
  • πλήθος στα δανικά - masse, opløb, crowd, mængden, publikum, tilskuerne, tilskuere
  • πλήρης στα δανικά - hele, fuld, total, komplet, fuldstændig, komplette, fuldstændige, ...
  • πλήρως στα δανικά - fuldt, fuldt ud, helt, fuld, fuldstændig
Τυχαίες λέξεις
Πλήξη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kedsomhed, livslede, ennui, Kjedsomhed