Πλήξη στα ισλανδικά

Μετάφραση: πλήξη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lífsleiðan
Πλήξη στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλήξη

προκάρδια πλήξη, πλήξη συνώνυμα, πληξη συνώνυμο, πλήξη λεξικο, άγονη πλήξη, πλήξη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πλήξη στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • πλέω στα ισλανδικά - segl, sigla, siglingu, siglt, seglið
  • πλήθος στα ισλανδικά - hópur, örtröð, fjölmenna, fjöldi, fólkið, mannfjöldi, komu, ...
  • πλήρης στα ισλανδικά - fullur, heill, Complete, lokið, klárað, ljúka
  • πλήρως στα ισλανδικά - gjörla, ítarlega, fullkomlega, fullu, að fullu, fyllilega, alveg
Τυχαίες λέξεις
Πλήξη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lífsleiðan