Πλήξη στα εσθονικά

Μετάφραση: πλήξη, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tüdimus, väsimus, Ikävystyminen
Πλήξη στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλήξη

προκάρδια πλήξη, πλήξη συνώνυμα, πληξη συνώνυμο, πλήξη λεξικο, άγονη πλήξη, πλήξη λεξικό γλώσσας εσθονικά, πλήξη στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πλέω στα εσθονικά - purjetama, veskitiib, puri, sõidavad, purje, sõidavad mõne, purjetada
  • πλήθος στα εσθονικά - tunglema, summ, rahvamass, hord, rüselema, rahvasumm, rohkus, ...
  • πλήρης στα εσθονικά - täielik, laialdane, täis, otse, kõikehõlmav, täieliku, täielikku, ...
  • πλήρως στα εσθονικά - täielikult, tervislikkus, küllalt, täiesti, kasulikkus, täiel määral, täielikku, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλήξη στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tüdimus, väsimus, Ikävystyminen