Πλήξη στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πλήξη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tédio, enfado, ennui, aborrecimento, o tédio
Πλήξη στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλήξη

προκάρδια πλήξη, πλήξη συνώνυμα, πληξη συνώνυμο, πλήξη λεξικο, άγονη πλήξη, πλήξη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πλήξη στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πλέω στα πορτογαλικά - partir, pano, navegar, velejar, vela, sail, de vela, ...
  • πλήθος στα πορτογαλικά - ruma, pilha, multidão, acervo, público, torcida, platéia, ...
  • πλήρης στα πορτογαλικά - todo, cumprir, cheio, detalhado, total, completo, pleno, ...
  • πλήρως στα πορτογαλικά - cheio, inteiramente, completamente, totalmente, integralmente, plenamente
Τυχαίες λέξεις
Πλήξη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tédio, enfado, ennui, aborrecimento, o tédio