Πλήξη στα ουκρανικά

Μετάφραση: πλήξη, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нудота, нудьга, скука
Πλήξη στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πλήξη

προκάρδια πλήξη, πλήξη συνώνυμα, πληξη συνώνυμο, πλήξη λεξικο, άγονη πλήξη, πλήξη λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πλήξη στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • πλέω στα ουκρανικά - брезент, плавання, парус, вітрило, відплисти, вітрила
  • πλήθος στα ουκρανικά - крота, натовп, товпитися, юрба, товкотнеча, орда, юрбитися, ...
  • πλήρης στα ουκρανικά - повен, місткий, програвати, багатий, всеосяжний, єдина, рясний, ...
  • πλήρως στα ουκρανικά - цілком, вповні, повністю, благотворно
Τυχαίες λέξεις
Πλήξη στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нудота, нудьга, скука