Προσάρτημα στα δανικά
Μετάφραση: προσάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bilag, vedhæftet fil, fastgørelse, tilknytning, vedhæftede fil, vedhæftet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσάρτημα
προσάρτημα βυθιζόμενης φρέζας (335), προσάρτημα ισολογισμού υποδειγμα, προσάρτημα αγγλικά, προσάρτημα mini saw (670), προσάρτημα επε, προσάρτημα λεξικό γλώσσας δανικά, προσάρτημα στα δανικά
Μεταφράσεις
- προς στα δανικά - at, til, til at, for at, for
- προσάναμμα στα δανικά - tinder, fyrsvamp, tønder, fyrtøjet, blår
- προσέγγιση στα δανικά - tilgang, fremgangsmåde, strategi, metode, holdning
- προσήλωση στα δανικά - brug, dedikation, engagement, dedikeret, indvielsen, hengivenhed
Τυχαίες λέξεις
Προσάρτημα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bilag, vedhæftet fil, fastgørelse, tilknytning, vedhæftede fil, vedhæftet
Μεταφράσεις: bilag, vedhæftet fil, fastgørelse, tilknytning, vedhæftede fil, vedhæftet