Προσάρτημα στα λιθουανικά

Μετάφραση: προσάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
areštas, prisirišimas, priedas, tvirtinimo, įtaisas
Προσάρτημα στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσάρτημα

προσάρτημα βυθιζόμενης φρέζας (335), προσάρτημα ισολογισμού υποδειγμα, προσάρτημα αγγλικά, προσάρτημα mini saw (670), προσάρτημα επε, προσάρτημα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσάρτημα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • προς στα λιθουανικά - į, su, kad, prie
  • προσάναμμα στα λιθουανικά - pintis, Židinį, lengvai užsideganti, Poss, Huba
  • προσέγγιση στα λιθουανικά - artintis, požiūris, metodas, požiūrio, požiūrį, metodą
  • προσήλωση στα λιθουανικά - atsidavimas, pasišventimo, atsidavimą, pasišventimas, dedikacija
Τυχαίες λέξεις
Προσάρτημα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: areštas, prisirišimas, priedas, tvirtinimo, įtaisas