Προσάρτημα στα πολωνικά

Μετάφραση: προσάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dodatek, uzupełnienie, aneks, przywiązanie, przymocowanie, załącznik, mocowanie, mocujący
Προσάρτημα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσάρτημα

προσάρτημα βυθιζόμενης φρέζας (335), προσάρτημα ισολογισμού υποδειγμα, προσάρτημα αγγλικά, προσάρτημα mini saw (670), προσάρτημα επε, προσάρτημα λεξικό γλώσσας πολωνικά, προσάρτημα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • προς στα πολωνικά - przy, według, po, około, do, w, wobec, ...
  • προσάναμμα στα πολωνικά - podpałka, hubka, krzesiwo, tinder
  • προσέγγιση στα πολωνικά - dojechać, dojazd, przybliżyć, nadejście, dojście, dostąpić, metoda, ...
  • προσήλωση στα πολωνικά - pozew, zastosowanie, ofiarność, przyłożenie, prośba, poświęcenie, smarowanie, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσάρτημα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dodatek, uzupełnienie, aneks, przywiązanie, przymocowanie, załącznik, mocowanie, mocujący