Προσάρτημα στα ιταλικά
Μετάφραση: προσάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appendice, completamento, attaccamento, allegato, attacco, fissaggio, di fissaggio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσάρτημα
προσάρτημα βυθιζόμενης φρέζας (335), προσάρτημα ισολογισμού υποδειγμα, προσάρτημα αγγλικά, προσάρτημα mini saw (670), προσάρτημα επε, προσάρτημα λεξικό γλώσσας ιταλικά, προσάρτημα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- προς στα ιταλικά - da, per, verso, in, a, di, al, ...
- προσάναμμα στα ιταλικά - esca, tinder, l'esca, acciarino, stoppa
- προσέγγιση στα ιταλικά - accedere, avvicinarsi, accostare, avvicinare, accostamento, avvicinamento, approccio, ...
- προσήλωση στα ιταλικά - dedica, diligenza, applicazione, proposta, dedizione, impegno, la dedizione, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσάρτημα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: appendice, completamento, attaccamento, allegato, attacco, fissaggio, di fissaggio
Μεταφράσεις: appendice, completamento, attaccamento, allegato, attacco, fissaggio, di fissaggio