Στενά στα δανικά
Μετάφραση: στενά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæt, nøje, nært, tæt sammen, snævert
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στενά
στενά του ορμούζ, στενά του μαγγελάνου, στενά του κερτς, στενά παντελόνια, στενά της μάγχης, στενά λεξικό γλώσσας δανικά, στενά στα δανικά
Μεταφράσεις
- στεγαστικός στα δανικά - boliger, bolig, huset, hus, boligbyggeri
- στεγνός στα δανικά - tør, tørre, tørt
- στενάζω στα δανικά - klynk, moan, jamre, stønne, stønnen
- στενός στα δανικά - smal, tæt, stram, close, Luk, tæt på, nær
Τυχαίες λέξεις
Στενά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tæt, nøje, nært, tæt sammen, snævert
Μεταφράσεις: tæt, nøje, nært, tæt sammen, snævert