Στενά στα τούρκικα

Μετάφραση: στενά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
olmak, yakından, yakın, yakın bir, sıkı, dikkatle
Στενά στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενά

στενά του ορμούζ, στενά του μαγγελάνου, στενά του κερτς, στενά παντελόνια, στενά της μάγχης, στενά λεξικό γλώσσας τούρκικα, στενά στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • στεγαστικός στα τούρκικα - konut, gövde, muhafaza, yuva, barınma
  • στεγνός στα τούρκικα - kurak, kuru, kurumak, kuru bir, ziyafet
  • στενάζω στα τούρκικα - inlemek, inilti, bir inilti, moan, inlemeye
  • στενός στα τούρκικα - az, cimri, sıkı, hasis, dar, önemsiz, küçük, ...
Τυχαίες λέξεις
Στενά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: olmak, yakından, yakın, yakın bir, sıkı, dikkatle