Τομέας στα δανικά
Μετάφραση: τομέας, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mark, område, sektor, sektoren, sektors, inden
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τομέας
τομέας 6 εκπαιδευτικά αποτελέσματα, τομέας αστροφυσικής αστρονομίας και μηχανικής, τομέας ποινικών και εγκληματολογικών επιστημών, τομέας χ, τομέας 3 διδασκαλία και μάθηση, τομέας λεξικό γλώσσας δανικά, τομέας στα δανικά
Μεταφράσεις
- τολμώ στα δανικά - vover, tør, turde, vove, dare
- τολύπη στα δανικά - flake, flage, flager, flagen, flageagtigt
- τομή στα δανικά - afdeling, deling, division, ministerium, departement, sektion, afsnit, ...
- τον στα δανικά - ham, den, det, af, de, i
Τυχαίες λέξεις
Τομέας στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mark, område, sektor, sektoren, sektors, inden
Μεταφράσεις: mark, område, sektor, sektoren, sektors, inden