Τυλίγω στα δανικά

Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæppe, gardin, omslutte, enfold, at omslutte, folde
Τυλίγω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυλίγω

τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας δανικά, τυλίγω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τσόφλι στα δανικά - pod, bælg, af Pod, flok
  • τσόχα στα δανικά - filt, følte, mente, følt, følte sig
  • τυμπανιστής στα δανικά - trommeslager, trommeslageren, drummer, trommer
  • τυπικός στα δανικά - typisk, typiske, er typisk
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tæppe, gardin, omslutte, enfold, at omslutte, folde