Τυλίγω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cobrir, ferir, ferida, reposteiro, drama, cortina, drapeje, ferimento, envolver, abraçar, enfold, envolvem, envolvê
Τυλίγω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυλίγω

τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τυλίγω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • τσόφλι στα πορτογαλικά - vagem, pod, pod de, vagem de, vagens
  • τσόχα στα πορτογαλικά - feltro, sentido, sentiu, sentida, senti
  • τυμπανιστής στα πορτογαλικά - tambor, baterista, o baterista, drummer, do baterista
  • τυπικός στα πορτογαλικά - típico, típica, típicos, típicas, normal
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cobrir, ferir, ferida, reposteiro, drama, cortina, drapeje, ferimento, envolver, abraçar, enfold, envolvem, envolvê