Τυλίγω στα τούρκικα
Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
perde, yutmak, kucaklamak, saracak, enfold, sarmak, katlamak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τυλίγω
τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας τούρκικα, τυλίγω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- τσόφλι στα τούρκικα - koza, pod, bakla, bölmesi, Bölme
- τσόχα στα τούρκικα - keçe, hissettim, hissetti, düşünmüş, etmiş
- τυμπανιστής στα τούρκικα - davulcu, davulcusu, baterist, drummer, davulda
- τυπικός στα τούρκικα - tipik, tipik bir, normal
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: perde, yutmak, kucaklamak, saracak, enfold, sarmak, katlamak
Μεταφράσεις: perde, yutmak, kucaklamak, saracak, enfold, sarmak, katlamak