Τυλίγω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
портиера, одеяло, обгръщам, прегръщам, обгърне, прегърне, обгърне с
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τυλίγω
τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, τυλίγω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- τσόφλι στα βουλγαρικά - шушулка, под, пад, капсула, пада
- τσόχα στα βουλγαρικά - филц, чувствах, усети, почувства, почувствах
- τυμπανιστής στα βουλγαρικά - барабанист, барабаниста, барабанистът, барабанист на
- τυπικός στα βουλγαρικά - типичен, типична, типично, типични, типичния
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: портиера, одеяло, обгръщам, прегръщам, обгърне, прегърне, обгърне с
Μεταφράσεις: портиера, одеяло, обгръщам, прегръщам, обгърне, прегърне, обгърне с