Τυλίγω στα ισλανδικά
Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
enfold
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τυλίγω
τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, τυλίγω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- τσόφλι στα ισλανδικά - Pod, fræbelgur
- τσόχα στα ισλανδικά - fannst, fann, fundið, töldu, leið
- τυμπανιστής στα ισλανδικά - trommari, trommarinn, trommuleikari, trommur, trommara
- τυπικός στα ισλανδικά - dæmigerður, dæmigerð, dæmigert, einkennandi, dæmigerða
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: enfold
Μεταφράσεις: enfold