Τυλίγω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
enfold
Τυλίγω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυλίγω

τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, τυλίγω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • τσόφλι στα σλαβομακεδονικά - pod, поразделение, мешунка, малку млеко, конзола за
  • τσόχα στα σλαβομακεδονικά - чувствував, почувствував, чувствувале, чувствува, се чувствува
  • τυμπανιστής στα σλαβομακεδονικά - тапанарот, тапанар, тапани, тапанистот
  • τυπικός στα σλαβομακεδονικά - типичен, типична, типични, типично, типичните
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: enfold