Τυλίγω στα ουγγρικά
Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kárpit, beborít, ölelni, beburkol, beborítja, érzéssel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τυλίγω
τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τυλίγω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- τσόφλι στα ουγγρικά - hüvely, pod, tok
- τσόχα στα ουγγρικά - filc, nemez, érzett, érezte, éreztem
- τυμπανιστής στα ουγγρικά - ügynök, dobos, dobosa, a dobos, dobossal
- τυπικός στα ουγγρικά - tipikus, jellemző, jellegzetes, a tipikus, átlagos
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kárpit, beborít, ölelni, beburkol, beborítja, érzéssel
Μεταφράσεις: kárpit, beborít, ölelni, beburkol, beborítja, érzéssel