Τυλίγω στα λιθουανικά

Μετάφραση: τυλίγω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užuolaida, uždanga, apglėbti, supti, apsisiausti, apkabinti, apsisupti
Τυλίγω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυλίγω

τυλίγω αγγλικά, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τυλίγω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τσόφλι στα λιθουανικά - ankštis, Pod, ankšties, ankštimis
  • τσόχα στα λιθουανικά - fetras, veltinis, jaučiamas, manė, pajuto
  • τυμπανιστής στα λιθουανικά - būgnininkas, būgnininku, būgnininko, būgnininką, drummer
  • τυπικός στα λιθουανικά - tipiškas, būdinga, būdingas, tipiška, tipinis
Τυχαίες λέξεις
Τυλίγω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užuolaida, uždanga, apglėbti, supti, apsisiausti, apkabinti, apsisupti