Τόκος στα δανικά

Μετάφραση: τόκος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
rente, interesse, renter, interesser, interessepunkter i, interessepunkter
Τόκος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόκος

τόκος υπερημερίας νπδδ, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας υπολογισμός, τόκος επιδικίας, τόκος δημοσίου, τόκος λεξικό γλώσσας δανικά, τόκος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τυχερός στα δανικά - lykkelig, heldig, heldige, er heldige, der er heldige
  • τωρινός στα δανικά - nærværende, strøm, nuværende, aktuelle, gældende, løbende
  • τόλμη στα δανικά - dristighed, Frimodighed, frækhed, frimodigt
  • τόλμημα στα δανικά - tyk, venture, risikovillig, venturet
Τυχαίες λέξεις
Τόκος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: rente, interesse, renter, interesser, interessepunkter i, interessepunkter