Τόκος στα ουκρανικά

Μετάφραση: τόκος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заборони, інтерес, цікавість, зацікавленість
Τόκος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τόκος

τόκος υπερημερίας νπδδ, τόκος υπερημερίας δημοσίου 6, τόκος υπερημερίας υπολογισμός, τόκος επιδικίας, τόκος δημοσίου, τόκος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τόκος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τυχερός στα ουκρανικά - вдалий, пощастити, сприятливий, долі, щасливий, щастити, щаслива, ...
  • τωρινός στα ουκρανικά - чинний, поточний, струм, поточна, течія, згідний, ток
  • τόλμη στα ουκρανικά - дерзання, сміливість, відважний, сміливий, смелость
  • τόλμημα στα ουκρανικά - сміливий, сміливість, дерзання, крутий, рельєфний, відважний, самовпевнений, ...
Τυχαίες λέξεις
Τόκος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: заборони, інтерес, цікавість, зацікавленість