Όχληση στα δανικά

Μετάφραση: όχληση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gene, irritationsmoment, gener, plage, generende
Όχληση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όχληση

όχληση αναδόχου, όχληση για οριστική παραλαβή, όχληση συνωνυμο, όχληση σημασια, όχληση συνώνυμα, όχληση λεξικό γλώσσας δανικά, όχληση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • όχθη στα δανικά - bank, bred, banken, bankens, Banks
  • όχι στα δανικά - ingen, nej, ikke, intet, ikke er, der ikke
  • όχλος στα δανικά - mob, pøbel, pøbelen, hob
  • όψη στα δανικά - blik, syn, udsigt, henblik, henblik på, vis, opfattelse
Τυχαίες λέξεις
Όχληση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gene, irritationsmoment, gener, plage, generende