Όχληση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: όχληση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preocupação, incómodo, estorvo, aborrecimento, incômodo, incómodos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όχληση
όχληση αναδόχου, όχληση για οριστική παραλαβή, όχληση συνωνυμο, όχληση σημασια, όχληση συνώνυμα, όχληση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όχληση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- όχθη στα πορτογαλικά - banco, margem, bancária, banco de, bancário
- όχι στα πορτογαλικά - bocal, não, nenhum, nem
- όχλος στα πορτογαλικά - grupo, bando, turma, facção, cáfila, máfia, ralé, ...
- όψη στα πορτογαλικά - olhadela, panorama, semblante, permitir, aparência, aspecto, vista, ...
Τυχαίες λέξεις
Όχληση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: preocupação, incómodo, estorvo, aborrecimento, incômodo, incómodos
Μεταφράσεις: preocupação, incómodo, estorvo, aborrecimento, incômodo, incómodos