Όχληση στα ολλανδικά
Μετάφραση: όχληση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geprikkeldheid, overlast, hinder, last, hinderlijke, hinderlijk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όχληση
όχληση αναδόχου, όχληση για οριστική παραλαβή, όχληση συνωνυμο, όχληση σημασια, όχληση συνώνυμα, όχληση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όχληση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- όχθη στα ολλανδικά - boord, walkant, oever, bank, wal, waterkant, kant, ...
- όχι στα ολλανδικά - neen, geen, nee, niet, niet die
- όχλος στα ολλανδικά - schare, bende, troep, gepeupel, menigte, mob, maffia
- όψη στα ολλανδικά - gezicht, toestaan, toelaten, kijk, uitzicht, gezichtsvermogen, schijn, ...
Τυχαίες λέξεις
Όχληση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geprikkeldheid, overlast, hinder, last, hinderlijke, hinderlijk
Μεταφράσεις: geprikkeldheid, overlast, hinder, last, hinderlijke, hinderlijk