Απαγορεύω στα εσθονικά

Μετάφραση: απαγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keeld, keelama, keelustama, keelata, keelavad, keela, hoidku
Απαγορεύω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαγορεύω

απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω αρχαια, απαγορεύω english, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω λεξικό γλώσσας εσθονικά, απαγορεύω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • απαίτηση στα εσθονικά - nõue, nõudlus, nõuet, nõude, nõudest
  • απαγορευμένο στα εσθονικά - keeldsõna, tabu, tabusõna, keelatud, on keelatud, keelata, keelanud
  • απαγχονίζω στα εσθονικά - rippuma, riputama, kaak, poom, võllasse pooma, võllas
  • απαγωγέας στα εσθονικά - inimröövija, röövija, Loitontajalihas, Naise ryöstäjä
Τυχαίες λέξεις
Απαγορεύω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: keeld, keelama, keelustama, keelata, keelavad, keela, hoidku