Απαγορεύω στα λατινικά
Μετάφραση: απαγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prohibeo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγορεύω
απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω αρχαια, απαγορεύω english, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω λεξικό γλώσσας λατινικά, απαγορεύω στα λατινικά
Μεταφράσεις
- απαίτηση στα λατινικά - exigo, postulo, peto
Τυχαίες λέξεις
Απαγορεύω στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: prohibeo
Μεταφράσεις: prohibeo