Δάνειο στα εσθονικά
Μετάφραση: δάνειο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laenama, laenkeelend, laen, laenu, laenude, laenu-, laenuga
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάνειο
δάνειο στεγαστικό, δάνειο μτπυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο προς πρώϊμη αποπληρωμή, δάνειο πειραιώς, δάνειο λεξικό γλώσσας εσθονικά, δάνειο στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δάκρυ στα εσθονικά - käristama, rebend, pisar, kiskuma, rebida, rebeneks, Repiä
- δάκτυλο στα εσθονικά - pulk, sõrmitsema, sõrm, sõrme, sõrmega, sõrmede, finger
- δάρτης στα εσθονικά - lööja, klopits, Varbkolvid, kolvide, kolvidega, * Survetemplid, kolvidele
- δάσκαλος στα εσθονικά - instruktor, juhendaja, õpetaja, õpetajate, õpetajana, õpetajakoolituse
Τυχαίες λέξεις
Δάνειο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: laenama, laenkeelend, laen, laenu, laenude, laenu-, laenuga
Μεταφράσεις: laenama, laenkeelend, laen, laenu, laenude, laenu-, laenuga