Δάνειο στα ολλανδικά

Μετάφραση: δάνειο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lenen, lening, bruikleen, leningen, krediet, lening van
Δάνειο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δάνειο

δάνειο στεγαστικό, δάνειο μτπυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο προς πρώϊμη αποπληρωμή, δάνειο πειραιώς, δάνειο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δάνειο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δάκρυ στα ολλανδικά - scheur, vaneenscheuren, doorscheuren, scheuren, traan, rijten, verscheuren, ...
  • δάκτυλο στα ολλανδικά - vinger, de vinger, vingers, groef
  • δάρτης στα ολλανδικά - plunjers, plungers, drukstukken, zuigers, Dompellichamen
  • δάσκαλος στα ολλανδικά - instructeur, onderwijzen, schoolmeester, lerares, schooljuffrouw, opvoeden, leraar, ...
Τυχαίες λέξεις
Δάνειο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: lenen, lening, bruikleen, leningen, krediet, lening van