Δάνειο στα ουγγρικά
Μετάφραση: δάνειο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kölcsön, kölcsönadás, hitel, lejárta, Kölcsönzés lejárta, kölcsönözhető
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάνειο
δάνειο στεγαστικό, δάνειο μτπυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο προς πρώϊμη αποπληρωμή, δάνειο πειραιώς, δάνειο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δάνειο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δάκρυ στα ουγγρικά - szakadás, könnycsepp, folyadékcsepp, könny, csepp, szakad, tépje, ...
- δάκτυλο στα ουγγρικά - rudacska, kallantyú, vamzer, ujj, ujját, ujjával, ujjal, ...
- δάρτης στα ουγγρικά - dugattyúk, dugattyúi, ütköző biztosítja, dugattyúi és, plungers
- δάσκαλος στα ουγγρικά - tanár, tanári, tanító, tanárok, pedagógus
Τυχαίες λέξεις
Δάνειο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kölcsön, kölcsönadás, hitel, lejárta, Kölcsönzés lejárta, kölcsönözhető
Μεταφράσεις: kölcsön, kölcsönadás, hitel, lejárta, Kölcsönzés lejárta, kölcsönözhető