Δάνειο στα λευκορωσικά

Μετάφραση: δάνειο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазыку, пазыка, заём
Δάνειο στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δάνειο

δάνειο στεγαστικό, δάνειο μτπυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο προς πρώϊμη αποπληρωμή, δάνειο πειραιώς, δάνειο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, δάνειο στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • δάκρυ στα λευκορωσικά - ірваць, рваць, драць, рвать, тузаць
  • δάκτυλο στα λευκορωσικά - палец, пальцам
  • δάρτης στα λευκορωσικά - поршань, поршень
  • δάσκαλος στα λευκορωσικά - настаўнік
Τυχαίες λέξεις
Δάνειο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пазыку, пазыка, заём