Δάνειο στα ιταλικά

Μετάφραση: δάνειο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prestare, mutuo, prestito, credito, mutuare, finanziamento, di prestito, prestito di
Δάνειο στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δάνειο

δάνειο στεγαστικό, δάνειο μτπυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο προς πρώϊμη αποπληρωμή, δάνειο πειραιώς, δάνειο λεξικό γλώσσας ιταλικά, δάνειο στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • δάκρυ στα ιταλικά - crepatura, dilaniare, rompere, strappare, squarciare, straziare, lacrima, ...
  • δάκτυλο στα ιταλικά - dito, barretta, dita, finger, il dito
  • δάρτης στα ιταλικά - stantuffi, Posizionatori, Pressori, Pistoncini, Pressori a
  • δάσκαλος στα ιταλικά - educatore, insegnante, maestro, tutore, istruttore, docente, insegnanti, ...
Τυχαίες λέξεις
Δάνειο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: prestare, mutuo, prestito, credito, mutuare, finanziamento, di prestito, prestito di