Δικαίωμα στα εσθονικά
Μετάφραση: δικαίωμα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
otse, sirgestama, õigus, õige, paremale, paremal, parem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαίωμα
δικαίωμα στην πόλη, δικαίωμα υψούν, δικαίωμα εκλέγεσθαι, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα προαίρεσης, δικαίωμα λεξικό γλώσσας εσθονικά, δικαίωμα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διθυραμβικός στα εσθονικά - märatsema, sonima, dithyrambic
- δικάζω στα εσθονικά - kohtunik, otsustama, kohtuniku, kohtunikule, kohtunikul
- δικαιοδοσία στα εσθονικά - pädevus, jurisdiktsioon, alluvusala, kohtualluvus, jurisdiktsiooni, kohtualluvuse
- δικαιολογία στα εσθονικά - õigustus, põhjendus, vabandus, rööpjoondus, vabandama, vabandust, ettekäändena, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαίωμα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: otse, sirgestama, õigus, õige, paremale, paremal, parem
Μεταφράσεις: otse, sirgestama, õigus, õige, paremale, paremal, parem