Δικαίωμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: δικαίωμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jog, jobb, jogosság, helyes, juss, igazságosság, jogot, jobbra, megfelelő
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαίωμα
δικαίωμα στην πόλη, δικαίωμα υψούν, δικαίωμα εκλέγεσθαι, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα προαίρεσης, δικαίωμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δικαίωμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- διθυραμβικός στα ουγγρικά - vendégoldal, kocsioldal, szekéroldal, ditirambusi
- δικάζω στα ουγγρικά - bíró, bírónak, bírói, A bíró, bírót
- δικαιοδοσία στα ουγγρικά - illetékesség, igazságszolgáltatás, törvénykezés, joghatósága, joghatóság, joghatósággal
- δικαιολογία στα ουγγρικά - indoklás, mentség, kifogás, ürügy, ürügyet, mentséget
Τυχαίες λέξεις
Δικαίωμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: jog, jobb, jogosság, helyes, juss, igazságosság, jogot, jobbra, megfelelő
Μεταφράσεις: jog, jobb, jogosság, helyes, juss, igazságosság, jogot, jobbra, megfelelő