Δικαίωμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δικαίωμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
certo, afinado, correcto, direita, são, direito, equipamento, destro, justo, corrigir, jus, à direita, a direita
Δικαίωμα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαίωμα

δικαίωμα στην πόλη, δικαίωμα υψούν, δικαίωμα εκλέγεσθαι, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα προαίρεσης, δικαίωμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δικαίωμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διθυραμβικός στα πορτογαλικά - dithyrambic, ditirâmbico, ditirâmbica
  • δικάζω στα πορτογαλικά - julgar, achar, juiz, medir, jubilar, judiciar, juiz de, ...
  • δικαιοδοσία στα πορτογαλικά - jurisdição, competência, competente, competência judiciária, competências
  • δικαιολογία στα πορτογαλικά - desculpa, dispensar, desculpar, justificar, excursão, escusar, pretexto, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαίωμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: certo, afinado, correcto, direita, são, direito, equipamento, destro, justo, corrigir, jus, à direita, a direita