Δικαίωμα στα ισπανικά
Μετάφραση: δικαίωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
derecha, justo, recto, debido, justicia, derecho, correcto, la derecha
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαίωμα
δικαίωμα στην πόλη, δικαίωμα υψούν, δικαίωμα εκλέγεσθαι, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα προαίρεσης, δικαίωμα λεξικό γλώσσας ισπανικά, δικαίωμα στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- διθυραμβικός στα ισπανικά - devanear, delirar, ditirámbico, ditirámbica, ditirambo, ditirámbicos
- δικάζω στα ισπανικά - juez, árbitro, conocedor, juzgar, juez de, magistrado, el juez, ...
- δικαιοδοσία στα ισπανικά - jurisdicción, competencia, la jurisdicción, competente, la competencia
- δικαιολογία στα ισπανικά - excusa, dispensar, eximir, disculpar, perdonar, justificación, excusar, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαίωμα στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: derecha, justo, recto, debido, justicia, derecho, correcto, la derecha
Μεταφράσεις: derecha, justo, recto, debido, justicia, derecho, correcto, la derecha