Δικαίωμα στα τούρκικα

Μετάφραση: δικαίωμα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hukuk, hak, uygun, tam, pek, doğru, sağ, sağa
Δικαίωμα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαίωμα

δικαίωμα στην πόλη, δικαίωμα υψούν, δικαίωμα εκλέγεσθαι, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα προαίρεσης, δικαίωμα λεξικό γλώσσας τούρκικα, δικαίωμα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διθυραμβικός στα τούρκικα - coşkulu, dithyrambic, abartılı, ditiramp türünde, hararetli
  • δικάζω στα τούρκικα - yargıç, hakim, hakimi, Hâkim, yargıcı
  • δικαιοδοσία στα τούρκικα - yargı, yetki, yargı yetkisi, yetkisi, yetki alanı
  • δικαιολογία στα τούρκικα - özür, bahana, bahane, mazeret, bir bahane, mazereti
Τυχαίες λέξεις
Δικαίωμα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: hukuk, hak, uygun, tam, pek, doğru, sağ, sağa