Δικαίωμα στα ισλανδικά
Μετάφραση: δικαίωμα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rétt, hægri, réttur, til hægri, satt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαίωμα
δικαίωμα στην πόλη, δικαίωμα υψούν, δικαίωμα εκλέγεσθαι, δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, δικαίωμα προαίρεσης, δικαίωμα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δικαίωμα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διθυραμβικός στα ισλανδικά - geisa, dithyrambic
- δικάζω στα ισλανδικά - dómari, dæma, dómarinn, dómara
- δικαιοδοσία στα ισλανδικά - lögsögu, lögsaga, lögsagnarumdæmi, undir lögsögu
- δικαιολογία στα ισλανδικά - afsökun, afsaka, afsökun fyrir, afsökun til
Τυχαίες λέξεις
Δικαίωμα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: rétt, hægri, réttur, til hægri, satt
Μεταφράσεις: rétt, hægri, réttur, til hægri, satt