Δυσάρεστος στα εσθονικά
Μετάφραση: δυσάρεστος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastumeelne, ebameeldiv, ebameeldiva, ebameeldivad, ebameeldivat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσάρεστος
δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικό γλώσσας εσθονικά, δυσάρεστος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δυνατός στα εσθονικά - tarmukas, vägev, liigkasu, võimalik, võimalikult, võimaliku, võimalike, ...
- δυο στα εσθονικά - kaks, kahe, kahte, kahest, kahes
- δυσανάγνωστος στα εσθονικά - loetamatu, ebaselge, loetamatuks, loetavad, loetamatud
- δυσαρέσκεια στα εσθονικά - rahulolematus, võõrandumus, pahameel, rahuldamatus, meelepaha, rahulolematust, rahulolematuse, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυσάρεστος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vastumeelne, ebameeldiv, ebameeldiva, ebameeldivad, ebameeldivat
Μεταφράσεις: vastumeelne, ebameeldiv, ebameeldiva, ebameeldivad, ebameeldivat