Δυσάρεστος στα ουκρανικά

Μετάφραση: δυσάρεστος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неприємний, дратує, неприємного, неприємна
Δυσάρεστος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσάρεστος

δυσάρεστος συνώνυμα, δυσάρεστος λεξικο, δυσάρεστος σημασία, δυσάρεστος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δυσάρεστος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δυνατός στα ουκρανικά - провідний, витривалий, підсилений, ведучий, добрячий, енергійний, дужий, ...
  • δυο στα ουκρανικά - два, дві, двоє, двох
  • δυσανάγνωστος στα ουκρανικά - нудний, занудливий, нерозбірливий, нечитаний
  • δυσαρέσκεια στα ουκρανικά - незадоволення, незадоволеність, невдоволення
Τυχαίες λέξεις
Δυσάρεστος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: неприємний, дратує, неприємного, неприємна